καρατόμηση — η (AM καρατόμησις) [καρατομώ] 1. το κόψιμο τού κεφαλιού, αποκεφαλισμός, λαιμοτομία 2. η καταδίκη σε αποκεφαλισμό και η εκτέλεσή της … Dictionary of Greek
αποκεφαλισμός — ο (AM ἀποκεφαλισμός) αποκοπή της κεφαλής, καρατόμηση … Dictionary of Greek
δειροτομία — η το κόψιμο τού τραχήλου, η καρατόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + τομία < τομος < τέμνω. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
ικρίωμα — το (ΑΜ ἰκρίωμα) [ικριώ] προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά 2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα νεοελλ. εξέδρα για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
καρατομία — καρατομία, ἡ (Α) [καρατομώ] καρατόμηση, αποκεφαλισμός … Dictionary of Greek
καρατόμημα — καρατόμημα, τὸ (Α) [καρατομώ] καρατόμηση … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
λαιμοτομία — η η αποκοπή τού κεφαλιού από τον λαιμό, αποκεφαλισμός, καρατόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Παναγιώτη Σούτσο] … Dictionary of Greek
λαιμοτόμηση — η [λαιμοτομώ] λαιμοτομία, αποκεφαλισμός, καρατόμηση … Dictionary of Greek
χαρτομαντεία — Μέθοδος της μαντικής τέχνης, που προβλέπει το μέλλον με το ρίξιμο των χαρτιών της τράπουλας. Η χ. προήλθε από την αστρολογία, χρησιμοποιήθηκε όμως κυρίως από τα μέσα του 18ου αι. και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ασκείται κυρίως από γυναίκες… … Dictionary of Greek